λογάτομο

λογάτομο
το
τεχνητή λέξη που χρησιμοποιείται στην τεχνική τής δοκιμής τής ποιότητας τών τηλεφωνικών κυκλωμάτων με τη μέθοδο τής άρθρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. logatome < logos (< λόγος) + -tome (< τομή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”